- γραμμάς
- γραμμά̱ς , γραμμήstrokefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γραμμᾶς — γραμμή stroke fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PALPEBRAE — an a palpitando, i. e. tremendo, quia semper moventur, an a Graeco βλέφαρον; an a palpando, i. e. praetentando obiecta: an quasi φᾶρος τοῦ βλέπους, i. e. indumentum oculi? in genis homini et struthiocamelo utrinque; a provida natura concessae… … Hofmann J. Lexicon universale
SUPERCILIA — in Iunonis olim tutela fuêre, teste Sext. Pompeiô, quod iis protegantur oculi, per quos luce fruimur, quam a Iunone tribui putabant Lucina inde dicta: Quemadmodum ipsos oculos Cupidini, Veneris filio, in quibus ceu speculâ quâdam excubet, sacros… … Hofmann J. Lexicon universale
εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… … Dictionary of Greek
Αγγλοελληνικές συμβάσεις — Συμφωνίες που έχουν συναφθεί ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία σε θέματα σχετικά με το εμπόριο, τη ναυτιλία, τις αεροπορικές συγκοινωνίες, τη φορολογία των επιχειρήσεων κλπ. Οι κυριότερες από τις συμβάσεις αυτές, κατά τομέα και… … Dictionary of Greek